Το εξωτερικόν μέλος - επισκόπηση

         Αναθεωρημένα αποσπάσματα από την διδακτορική μου διατριβή Η θεωρία και η πράξη του εξωτερικού μέλους μέσα από τα έντυπα θεωρητικά συγγράμματα του 19ου αιώνα, τα οποία αναδημοσιεύονται και στο βιβλίο Το παλαιό Μακάμ (σελ. 7).   

   Ο Κύριλλος Μαρμαρινός (18ος αι.) χρησιμοποιεί τον όρο έξω μουσική  για το εξωτερικό μέλος και ως συνώνυμο  τον όρο θύραθεν μουσική. Ιδού και η προμετωπίδα του συγγράμματός του Στοιχειωδεστέρα Διδασκαλία περί της Έξω Μουσικής (κώδικας 305, Ι.Ε.Ε.Α., 1749, σελ. 88):

Η προμετωπίδα του χειρογράφου του Κυρίλλου Μαρμαρινού

   Την αποδίδω στη σημερινή:
Στοιχειώδης Διδασκαλία της έξω μουσικής στην οποία διαπραγματευόμαστε για τους Σοχπέδες και τα Μακάμια – όπως αυτά ονομάζονται κατά την ορολογία της – καθώς και για τα Νήμια και για μερικά ακόμα ζητήματα, με στόχο όσοι επιθυμούν να την γνωρίσουν, να την κατανοήσουν με ευκολία.

   Ο όρος "θύραθεν", που για τη μουσική σημαίνει "αυτή που προέρχεται από την θύρα", ή καλύτερα "αυτή που ακούγεται από τον χώρο εκτός των θυρών" (εννοείται των θυρών του ναού), είναι παλαιότερος όρος του "έξω μουσική". Και οι δύο όροι αναφέρονται στο σύνολο των μουσικών ειδών τα οποία δεν περνούν τις θύρες της Εκκλησίας, δηλαδή την μουσική που δεν είναι εκκλησιαστική, την εξωεκκλησιαστική μουσική. Δεν θα πρέπει να κάνουμε το λάθος να αντιδιαστείλουμε διαχρονικά τον όρο εκκλησιαστική μουσική με τον όρο κοσμική μουσική και να ταυτίσουμε  τον τελευταίο με τον όρο θύραθεν.  Πριν την οθωμανική κατάκτηση, η εκκλησιαστική μας μουσική εκπροσωπούσε το ιδεώδες της θρησκευτικής ομοιογένειας παράλληλα με το ιδεώδες της πνευματικότητας στην Τέχνη, η οποία τείνοντας προς το θείο αγγίζει την ολοκλήρωσή της. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά καθιστούν την εκκλησιαστική μουσική του Βυζαντίου ως επίσημη μουσική. Η κοσμική μουσική του Βυζαντίου, είτε ως μουσική της υπαίθρου, είτε ως μουσική της πόλης, του ιπποδρόμου, των αγυιών, των καπηλειών, αλλά και της παλατινής ζωής, όσο και αν συνορεύει με την εκκλησιαστική, όσο και αν οι βάσεις της μπορεί να έχουν κοινά στοιχεία με την εκκλησιαστική, ποτέ δεν θα γίνει φορέας επίσημης ιδεολογίας, σπανίως θα καταγραφεί και ποτέ δεν θα αποκτήσει τίτλους επισημότητας. Ή μάλλον για να τους αποκτήσει θα πρέπει με τη γραφίδα ενός εκκλησιαστικού μελουργού, αποδυόμενη τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της, να ενσωματωθεί στη φόρμα και στο ύφος της εκκλησιαστικής. Τότε, ακόμα και ένα "μέλος εθνικόν", ένα μέλος του οποίου αναγνωρίζεται η εθνική καταγωγή, μπορεί να διατηρήσει τον τίτλο καταγωγής του, π.χ. "περσικόν", αλλά θα ενδυθεί τον χαρακτήρα ενός φωνητικού εκκλησιαστικού μέλους, θα γίνει κράτημα, και ως τερερισμός ίσως διασώσει κάποιες χαρακτηριστικές του φράσεις, μέσα σε μια μεγάλη φόρμα που υπηρετεί το εκκλησιαστικό τυπικό, αλλά εν τέλει θα το επισφραγίσει η δεξιότητα του εκκλησιαστικού συνθέτη που το επεξεργάστηκε.

   Βαθμιαία, κατά την οθωμανική περίοδο, ο όρος θύραθεν υποχρεωτικά αλλάζει περιεχόμενο. Διότι, το λόγιο είδος μουσικής που καλλιεργείται στον οθωμανικό κόσμο, βασίζεται σε ένα θεωρητικό σύστημα που ονομάζεται μουσική του Μακάμ, το οποίο έλκει την καταγωγή του στον μεταλεξανδρινό περσικό και τον ακόλουθο αραβικό μουσικό πολιτισμό, πολιτιστικά χωνευτήρια της αρχαιοελληνικής μουσικής παιδείας. Η μουσική του Μακάμ, που ήδη από τον 10ο αιώνα έχει αναπτυχθεί στα χαλιφάτα της Ανατολής και της Δύσης, κληροδοτείται στον οθωμανικό κόσμο, ο οποίος κατά περιόδους αναδεικνύει πολλά μουσικά κέντρα διασκορπισμένα σε όλη την επικράτειά του. Όπως στο πρόσωπο του Χαλίφη συναντάται αρμονικά η θρησκευτική και η κοσμική εξουσία, έτσι και το Μακάμ δεν διαχωρίζεται σε κοσμική και θρησκευτική μουσική. Όμως, ο μεταβυζαντινός ελληνορθόδοξος μουσικός, έχοντας συνηθίσει τον διαχωρισμό κοσμικής και εκκλησιαστικής μουσικής, ταυτίζει το "ημετέρα μουσική" με το "εκκλησιαστική" και παραχωρεί όλη την "λοιπή" μουσική στον όρο θύραθεν. Την μουσική του Μακάμ την καλλιεργούν όλοι οι μουσικοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σπουδαίοι ελληνορθόδοξοι συνθέτες, όπως ο Πέτρος ο Λαμπαδάριος, θεωρούνται "διδάσκαλοι" και της εκκλησιαστικής και της μουσικής του Μακάμ.

   Οι αρχές του 19ου αιώνα, βρίσκουν την εκκλησιαστική μας μουσική σε πολλά θεωρητικά, σημειογραφικά, αλλά και ιδεολογικά ζητήματα να επαναπροσδιορίζεται μέσα από το Μέγα Θεωρητικό του Χρυσάνθου του Μαδυτινού, στους απόηχους του διαφωτισμού. Ο Χρύσανθος ανάγει την καταγωγή της εκκλησιαστικής μουσικής στην αρχαιοελληνική και αναφέρεται στην μουσική του Μακάμ ως μουσική των Οθωμανών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όλο και περισσότερο εσωστρεφώς, από τα μέσα του 19ου αιώνα περίπου, ελληνορθόδοξη μουσική θεωρείται η εκκλησιαστική. Και για τον ελληνορθόδοξο μουσικό ο όρος θύραθεν καταλήγει να ταυτίζεται πλέον με τη μουσική του Μακάμ.

………………………………………………

   Δυστυχώς, η γενιά μου δεν παρέλαβε το εξωτερικό μέλος παρά μόνον από συγγράμματα. Οι λίγοι παλαιοί ψάλτες που προήρχοντο από τον κόσμο της Ανατολής, Κωνσταντινουπολίτες και Σμυρνιοί, ήδη είχαν περιοριστεί στην εκκλησιαστική μουσική, ενώ η οργανοχρησία και τα όποια ψήγματα του λόγιου εξωτερικού μέλους είτε είχαν καταλογιστεί στην λαϊκή μουσική και μόνον, είτε – δυστυχέστατα - είχαν αποβληθεί ως τουρκογενή.
   
  Οι μουσικοί της Σμύρνης και της Πόλης, όσοι ήρθαν στην Ελλάδα περιθωριοποιήθηκαν, και από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 υπέστησαν σχεδόν διωγμό, αποκλειόμενοι από τις ηχογραφήσεις. Η τέχνη τους καταγράφηκε πλημμελώς και δεν παραδόθηκε. Αξιοποιήθηκαν σε γραμμοφωνήσεις τραγουδιών και λίγων αμανέδων στο είδος των οποίων κατατάχθηκε και κάθε άλλο καλοφωνικό τραγούδι, ενώ οι σπάνιας αξίας φωνές, όπως της Ρόζας Εσκενάζυ, του Κώστα Μαρσέλου ή Νούρου, του Αντώνη Διαμαντίδη ή Νταλγκά και πολλών άλλων, ακόμα και σήμερα θεωρούνται ότι απλώς ήσαν ο προθάλαμος του ρεμπέτικου τραγουδιού και όσα από την τέχνη του εξωτερικού μέλους έφεραν μαζί τους, καταχωρίστηκαν στην αστική λαϊκή μουσική, ενώ δεν έχει ακόμα αξιολογηθεί ο τρόπος με τον οποίον προσέγγισαν το δημοτικό  τραγούδι, που σχεδόν μόνον οι ίδιοι ήσαν σε θέση να τον αξιολογούν.

   Αντιθέτως, οι Τούρκοι, συνεχίζοντας να καλλιεργούν το είδος της εξωτερικής μουσικής σε όλο του το εύρος και εντάσσοντάς το στην μουσική εκπαίδευση των κονσερβατορίων τους, υπήρξαν οι μόνες ζωντανές πηγές του για την επόμενη γενιά της δικής μου, της οποίας αρκετοί νέοι μουσικοί εμαθήτευσαν σε Τούρκους δασκάλους.  Αυτό από την άλλη πλευρά, είχε ως αποτέλεσμα οι νέοι αυτοί να στρέψουν τα νώτα τους στα ελληνικά συγγράμματα του 19ου αιώνα [και τα παλαιότερα] και να εγκολπωθούν την σύγχρονη τουρκική θεωρία, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτό που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να ονομαστεί παλαιά μουσική του εξωτερικού μέλους κατά την ελληνική παράδοση.

-----------------------------------------------------------------
Βιογραφία του Κύριλλου Μαρμαρινού (απόσπασμα από το βιβλίο
 Συμβολαί εις την Ιστορίαν της παρ' ημίν Εκκλησιαστικής Μουσικής, Γεωργίου Ι. Παπαδοπούλου, εν Αθήναις, Τυπογραφείον και Βιβλιοπωλείον Κουσουλίνου και Αθανασιάδου, 1890).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου